- άξυστος
- η , ο [ος , ον ]1) необтёсанный; 2) неочищенный; 3) незаточенный, незаострённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άξυστος — η, ο (Α ἄξυστος, ον) αυτός που δεν ξύστηκε, που δεν έγινε λείος με ξύσιμο νεοελλ. αυτός που δεν έγινε οξύς με ξύσιμο … Dictionary of Greek
άξυστος — η, ο 1. εκείνος που δε σβήστηκε, δεν καθαρίστηκε με ξύσιμο: Ο τοίχος δεν καθάρισε από τα γράμματα, γιατί τον άφησες άξυστο. 2. αυτός που δεν έγινε μυτερός με ξύσιμο: Το μολύβι δε γράφει, γιατί είναι άξυστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξύστους — ἀξύστος not scraped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάξεστος — ἀδιάξεστος, ον (Α) [διαξέω] αστίλβωτος, άξεστος, άξυστος … Dictionary of Greek